- ιστιοπλόος
- ὁ1. αυτός που ασχολείται με την ιστιοπλοΐα2. εκείνος που μετέχει σε αγώνες ιστιοπλοΐας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστίον + -πλοος (< πλέω), πρβλ. θαλασσό-πλοος, ωκύ-πλοος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φίν — (finn). Μονότυπο σκάφος ιστιοπλοϊκών αγώνων. Είναι το μικρότερο από τα σκάφη των ολυμπιακών αγώνων, μήκους 4,50 μ. και πλάτους 1,51 μ. Το πανί έχει επιφάνεια 9,30 τ. μ. Το συνολικό βάρος του είναι 145 κιλά. Το πλήρωμά του είναι ένας μόνο… … Dictionary of Greek
φιν — (finn). Μονότυπο σκάφος ιστιοπλοϊκών αγώνων. Είναι το μικρότερο από τα σκάφη των ολυμπιακών αγώνων, μήκους 4,50 μ. και πλάτους 1,51 μ. Το πανί έχει επιφάνεια 9,30 τ. μ. Το συνολικό βάρος του είναι 145 κιλά. Το πλήρωμά του είναι ένας μόνο… … Dictionary of Greek
Κακλαμανάκης, Νίκος — (1968 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Ξεκίνησε ως κολυμβητής το 1979 και την ίδια χρονιά είχε την πρώτη επαφή του με το windsurf. Ανήκει στον Ναυτικό Όμιλο Άνδρου και θεωρείται ένας από τους κορυφαίους αθλητές ιστιοσανίδας Mistral στον κόσμο.… … Dictionary of Greek
ιστίο — το (ΑΜ ἱστίον) (υποκορ. τού ιστός) το πανί που δένεται κατάλληλα στο κατάρτι πλοίου ώστε να δέχεται τον άνεμο και να τόν μετατρέπει σε κινητήρια δύναμη τού σκάφους, πανί τού καραβιού, άρμενο αρχ. ύφασμα, κάλυμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + υποκορ.… … Dictionary of Greek
ιστιοπλοΐα — Η πλεύση με ιστιοφόρο σκάφος. Υπάρχουν διάφορα είδη πλεύσεων, κυριότερα από τα οποία είναι: α) με τον καιρό στα πρίμα ή πρίμα (ουριοδρομία), όταν ο άνεμος πνέει ακριβώς από την πρύμνη κατά τη διεύθυνση της καρένας ή γενικά από την πρύμνη… … Dictionary of Greek
ιστιοπλοώ — έω πλέω με ιστία, αρμενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστιοπλόος. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
Μπουντούρης, Τάσος — (1955 –). Ιστιοπλόος και Ολυμπιονίκης. Από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στον χώρο της ελληνικής ιστιοπλοΐας, ο Μ. το 1980 κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στην κατηγορία των σκαφών Σόλινγκ στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας (με πλήρωμα τους… … Dictionary of Greek